Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στρατιωτικός βαθμός

  • 1 звание

    звание с το αξίωμα, ο τίτλος почётное \звание о τιμητικός τίτλος учёное \звание о επιστημονικός τίτλος воинское \звание о στρατιωτικός βαθμός \звание чемпиона о τίτλος του πρωταθλητή
    * * *
    с
    το αξίωμα, ο τίτλος

    почётное зва́ние — ο τιμητικός τίτλος

    учёное зва́ние — ο επιστημονικός τίτλος

    во́инское зва́ние — ο στρατιωτικός βαθμός

    зва́ние чемпио́на — ο τίτλος του πρωταθλητή

    Русско-греческий словарь > звание

  • 2 звание

    звани||е
    с
    1. ὁ τίτλος / воен. τό ἀξίωμα, ὁ βαθμός:
    \звание капитана ὁ βαθμός λοχαγού· воинское \звание ὁ στρατιωτικός βαθμός· ученое \звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· почетное \звание ὁ τιμητικός τίτλος· \звание Героя труда ὁ τίτλος τοῦ ήρωα τῆς δουλειάς·
    2. уст. (сословие) ἡ τόξη [-ις]:
    духовное \звание τό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα· люди всякого \званиея ἀνθρωποι διαφόρων τάξεων.

    Русско-новогреческий словарь > звание

  • 3 воинский

    επ.
    στρατιωτικός, πολεμικός•

    -ое звание στρατιωτικός βαθμός•

    воинский устав στρατιωτικός κανονισμός•

    -ая часть το στρατιωτικό τμήμα•

    воинский долг το στρατιωτικό καθήκον•

    -ие преступления εγκλήματα πολέμου•

    -ие почести οι στρατιωτικές τιμές.

    Большой русско-греческий словарь > воинский

  • 4 звание

    ουδ.
    1. τίτλος•

    звание героя Советского Союза τίτλος του ήρωα της Σοβιετικης Ενωσης•

    ученное звание επιστημονικός τίτλος•

    почтное звание τιμητικός τίτλος•

    графское звание ο τίτλος του κόμη•

    княжеское звание ο τίτλος του πρίγκιπα.

    || βαθμός, αξίωμα•

    воинское звание στρατίωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση.

    2. παλ. όνομα, ονομασία.
    3. κοινωνικό στρώμα, κοινωνική κατάσταση•

    мещанское звание μικροαστικό στρώμα•

    духовное звание κλήρος, ιερατείο•

    низкое звание κατώτερο κοινωνικό στρώμα•

    люди всякого -я άνθρωποι όλων των σίρωμάτων.

    εκφρ.
    одно осталось – (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)• и -я нет ούτε το όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς).

    Большой русско-греческий словарь > звание

  • 5 чин

    -а, πλθ.α.
    1. παλ. • εθυμοτυπία τελετής.
    2. βαθμός στρατιωτικός ή υπηρεσιακός• το οφίκιο•

    полковничий чин ο βαθμός του συνταγματάρχη.

    3. υπηρεσιακή ή επαγγελματική ιδιότητα. || αντιπρόσωπος ή υπάλληλος υπηρεσιακού τμήματος ή οργάνωσης•

    -ы судебного ведомства οι δικαστικοί υπάλληλοι.

    || ονομασία, προσονομασία, προσωνυμία.
    εκφρ.
    классные -ы – ονομασίες εισαγγελικών και ανακριτικών νομικών στην ΕΣΣΔ•
    без -ов – χωρίς διατυπώσεις•
    в -ах быть – είμαι βαθμούχος•
    по -у – κατά το βαθμό•
    чин чином ή чин по -у – έτσι όπως πρέπει•
    чин чина почитаетπαλ. ο κατώτερος τιμά τον ανώτερο•
    чин держать ή правитьπαλ. τηρώ τα έθιμα, εθυμοτυπίες•
    иметь ή получить два, три -а – (απλ.) ανεβαίνω τα σκαλιά της ιεραρχίας.

    Большой русско-греческий словарь > чин

См. также в других словарях:

  • βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… …   Dictionary of Greek

  • αντιπολιτάρχης — ο Στρ. στρατιωτικός βαθμός των πρώτων χρόνων μετά την Ελληνική Επανάσταση …   Dictionary of Greek

  • υποδεκανέας — ο, Ν στρ. στρατιωτικός βαθμός μεταξύ τού στρατιώτη και τού δεκανέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεκανέας. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδεκανεύς, μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Ἐφημερίς τῆς κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος] …   Dictionary of Greek

  • καϊμακάμης — ο (λ. τουρκ.), τίτλος ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου στην Τουρκία, καθώς επίσης και στρατιωτικός βαθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ζέρβας, Ναπολέων — (Άρτα 1891 – Αθήνα 1957). Στρατιωτικός και πολιτικός. Πολύ νέος, κατατάχθηκε εθελοντικά στον στρατό και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στη διάρκεια των οποίων του απονεμήθηκε για ανδραγαθία ο βαθμός του ανθυπασπιστή. Στη συνέχεια, φοίτησε …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πλαστήρας, Νικόλαος — (Μορφοβούνι Καρδίτσας 1883 – Αθήνα 1953). Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές στην Καρδίτσα, φοίτησε στη σχολή υπαξιωματικών και έφτασε διαδοχικά ως το βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1923 τού απονεμήθηκε τιμητικά ο …   Dictionary of Greek

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • εισηγητής — ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής) αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα νεοελλ. 1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ …   Dictionary of Greek

  • Γκρατσιάνι, Ροντόλφο — (Rodolfo Graziani, 1882 – 1955).Ιταλός στρατιωτικός. Διετέλεσε αναπληρωτής του κυβερνήτη της Κυρηναϊκής (1930 34) και κυβερνήτης της Ιταλικής Σομαλίας (1935). Ο βαθμός του στρατάρχη τού απονεμήθηκε στον Ιταλοαιθιοπικό πόλεμο (1935 36). Διαδέχτηκε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»